πεπωροποιημένης

πεπωροποιημένης
πωροποιέομαι
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πωροποιούμαι — έομαι, Α μεταβάλλομαι σε πώρο, απολιθώνομαι, σκληραίνω («πεπωροποιημένης τῆς οὐρήθρας», Άντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ποιοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”